ιλυσπασις

ιλυσπασις
    ἰλύσπασις
    ἰλύσπᾰσις
    -εως (ῑλ) ἥ червеобразное движение
    

(τὰ ἰλυσπάσει χρώμενα ζῷα Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ιλυσπασις" в других словарях:

  • ιλύσπασις — ἰλύσπασις, άσεως, ἡ (Α) [ιλυσπώμαι] συστροφή, περιστροφική, ελικοειδής κίνηση …   Dictionary of Greek

  • ἰλύσπασις — crawling fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυσπάσει — ἰλυσπά̱σει , εἰλυσπάομαι fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἰλύσπασις crawling fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἰλυσπάσεϊ , ἰλύσπασις crawling fem dat sg (epic) ἰλύσπασις crawling fem dat sg (attic ionic) ἰ̱λυσπά̱σει , ἰλυσπάομαι crawl fut ind mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυσπάσεως — ἰλυσπάσεω̆ς , ἰλύσπασις crawling fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»